- ἀγνώμονας
- ἀγνώμωνill-judgingmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγνώμονας — ο αχάριστος: Δεν περίμενα να φανείς τόσο αγνώμονας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
невѣжа — НЕВѢЖ|А (44), Ѣ ( А) с. 1. Невежда, несведущий, незнающий человек: азъ бо есмь грѣшьнъ невѣжа. да напьсахъ [книги] бес показани˫а въ своихъ грѣсѣхъ погруженъ. Мин. 1095 (сент.), 176 об. (запись); ˫ако грѹбъ сы и невѣжа премѹдрѣи философъ ˫авис˫а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αχάριστος — (I) η, ο (AM ἀχάριστος, ον) [χαρίζομαι] αυτός που δεν χρωστάει χάρη για κάποια ευεργεσία, ο αγνώμονας αρχ. 1. αυτός που δεν έχει χάρη, ο άχαρος 2. δυσάρεστος 3. (για πρόσωπα) δυσμενής 4. ο ανανταπόδοτος 5. το ουδ. ως ουσ. το αντίδοτο. (II) η, ο… … Dictionary of Greek
αγνωμονώ — αγνωμόνησα, αμτβ., είμαι αγνώμονας, αχάριστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανέγνωρος — η, ο 1. άγνωστος: Για όλους στο χωριό ήταν ανέγνωρος. 2. αγνώριστος: Ανέγνωρη κι ασούσουμη, χλομή και μαραμένη (Ερωτόκριτος). 3. αγνώμονας: Κοντά στ άλλα ήταν κι ανέγνωρος στον ευεργέτη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανευχαρίστητος — ανευχαρίστητος, η, ο και ανευχάριστος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ευχαριστιέται με τίποτε, ανικανοποίητος: Ό,τι και να του έκανες εκείνος έμενε ανευχαρίστητος. 2. αχάριστος, αγνώμονας: Σε δικούς του και ξένους ήταν ανευχαρίστητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αχάριστος — η, ο επίρρ. α 1. αγνώμονας: Η θάλασσα κι ο αχάριστος ποτέ τους δε χορταίνουν (παροιμ. φράση). 2. άχαρος, δυσάρεστος: Η δουλειά που μου ανάθεσαν είναι αχάριστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)